- χρωμομετρία
- η, Νβλ. χρωματομετρία.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
χρωμομετρία — η βλ. χρωματομετρία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
-μετρία — (Α μετρία) β συνθετικό πλήθους επιστημονικών ιδίως όρων που προήλθαν στην Αρχαία από ουσιαστικά σε μέτρης ή μετρος (βλ. λ. μέτρο). Οι νεώτεροι όροι είναι συνήθως αντιδάνειοι και στα δύο συνθετικά (ακτινο μετρία, πρβλ. γαλλ. actino metrie γωνιο… … Dictionary of Greek
χρωματομετρία — Oνομάζεται και χρωμομετρία. Μέθοδος με την οποία προσδιορίζονται μετρητά οι τρεις χαρακτηριστικοί παράμετροι ενός ορισμένου χρώματος, δηλαδή η λάμψη, ο τόνος και η καθαρότητα. Για τον σκοπό αυτό, και γενικότερα για μια άμεση μέτρηση,… … Dictionary of Greek
χρωματομετρία — χρωματομετρία, η και χρωμομετρία, η 1. ο καθορισμός με το χρωματόμετρο της περιεκτικότητας των διαλυμάτων σε χρωστική ουσία. 2. κλάδος της αστρονομίας που ασχολείται με τα χρώματα των ουράνιων σωμάτων. 3. κλάδος της οπτικής … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)